Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciupàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʃuˈpato] 1 αλλοιωμένος 2 φθαρμένος 3 σκάρτος 4 σαραβαλιασμένος 5 σάπιος 6 τσαλακωμένος 7 αφανισμένος 8 κλούβιος 9 κατεστραμμένος 10 μπαγιάτικος 11 σαπρός 12 ζαρωμένος 13 χαλασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |