Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciupìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃuˈpio]

1 απώλεια λόγω σπατάλης
2 διαρροή
3 περιττή δαπάνη
4 ανάλωση
5 απώλεια ενέργειας-απόδοσης
6 σπατάλη
7 φύρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciupato sciupo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scistoso (επίθ.)
scitico (αρσ. επίθ και ουσ)
sciupare (ρ. μτβ.)
sciuparsi (ρ.μ. (αντων.))
sciupato (επίθ.)
sciupio (ουσ αρσ )
sciupo (ουσ αρσ )
sciupone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciuscià (ουσ αρσ )
scivolamento (ουσ αρσ )
scivolare (ρ.αμτβ.)
scivolata (θηλ.ουσ)
scivolato (επίθ.)
scivolo (ουσ αρσ )
scivolone (ουσ αρσ )
scivolosità (θηλ.ουσ)
scivoloso (επίθ.)
Scizia (κύρ.όν. θηλ.)
sclarea (θηλ.ουσ)
sclerale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---