Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scivolóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃivoˈlone]

1 παραπάτημα
2 γλίστρημα
3 πέσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scivolo scivolosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scivolamento (ουσ αρσ )
scivolare (ρ.αμτβ.)
scivolata (θηλ.ουσ)
scivolato (επίθ.)
scivolo (ουσ αρσ )
scivolone (ουσ αρσ )
scivolosità (θηλ.ουσ)
scivoloso (επίθ.)
Scizia (κύρ.όν. θηλ.)
sclarea (θηλ.ουσ)
sclerale (επίθ.)
sclerema (ουσ αρσ )
sclerenchima (ουσ αρσ )
sclerite (θηλ.ουσ)
sclerodermia (θηλ.ουσ)
scleroma (ουσ αρσ )
sclerometro (ουσ αρσ )
scleroproteina (θηλ.ουσ)
sclerosare (ρ. μτβ.)
scleroscopio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---