Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sclerèma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skleˈrɛma]

σκλήρυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sclerale sclerenchima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scivolosità (θηλ.ουσ)
scivoloso (επίθ.)
Scizia (κύρ.όν. θηλ.)
sclarea (θηλ.ουσ)
sclerale (επίθ.)
sclerema (ουσ αρσ )
sclerenchima (ουσ αρσ )
sclerite (θηλ.ουσ)
sclerodermia (θηλ.ουσ)
scleroma (ουσ αρσ )
sclerometro (ουσ αρσ )
scleroproteina (θηλ.ουσ)
sclerosare (ρ. μτβ.)
scleroscopio (ουσ αρσ )
sclerosi (θηλ.ουσ)
sclerotica (θηλ.ουσ)
sclerotico (αρσ. επίθ και ουσ)
sclerotizzare (ρ. μτβ.)
sclerotomia (θηλ.ουσ)
scocca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---