Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscleròsi, sclèrosi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skleˈrɔzi], [ˈsklɛrozi] 1 σκλήρυνση 2 σκλήρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |