Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscocciatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skotʧaˈtore] 1 ενοχλητικός 2 βαρετός 3 φορτικός 4 οχληρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |