Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scocciatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skotʧaˈtore]

1 ενοχλητικός
2 βαρετός
3 φορτικός
4 οχληρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scocciare scocciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scocca (θηλ.ουσ)
scoccare (ρ.αμτβ.)
scoccare (ρ. μτβ.)
scocciante (επίθ.)
scocciare (ρ. μτβ.)
scocciatore (ουσ αρσ )
scocciatura (θηλ.ουσ)
scocco (ουσ αρσ )
scodare (ρ. μτβ.)
scodato (επίθ.)
scodella (θηλ.ουσ)
scodellare (ρ. μτβ.)
scodellata (θηλ.ουσ)
scodellato (επίθ.)
scodellino (ουσ αρσ )
scodinzolare (ρ.αμτβ.)
scodinzolio (ουσ αρσ )
scoglia (θηλ.ουσ)
scogliera (θηλ.ουσ)
scoglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---