Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scòglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔʎʎa]

1 πουκάμισο του φιδιού
2 κάτι που απορρίπτεται ή πέφτει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scodinzolio scogliera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scodellata (θηλ.ουσ)
scodellato (επίθ.)
scodellino (ουσ αρσ )
scodinzolare (ρ.αμτβ.)
scodinzolio (ουσ αρσ )
scoglia (θηλ.ουσ)
scogliera (θηλ.ουσ)
scoglio (ουσ αρσ )
scoglioso (επίθ.)
scoiamento (ουσ αρσ )
scoiare (ρ. μτβ.)
scoiatore (ουσ αρσ )
scoiattolo (ουσ αρσ )
scolabottiglie (ουσ αρσ και θηλ.)
scolabrodo (ουσ αρσ )
scolafritto (ουσ αρσ )
scolapasta (ουσ αρσ )
scolapiatti (ουσ αρσ )
scolara (θηλ.ουσ)
scolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---