Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scoiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skojaˈtore]

1 γδάρτης
2 εκδορέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scoiare scoiattolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scogliera (θηλ.ουσ)
scoglio (ουσ αρσ )
scoglioso (επίθ.)
scoiamento (ουσ αρσ )
scoiare (ρ. μτβ.)
scoiatore (ουσ αρσ )
scoiattolo (ουσ αρσ )
scolabottiglie (ουσ αρσ και θηλ.)
scolabrodo (ουσ αρσ )
scolafritto (ουσ αρσ )
scolapasta (ουσ αρσ )
scolapiatti (ουσ αρσ )
scolara (θηλ.ουσ)
scolare (επίθ.)
scolare (ρ. μτβ.)
scolaresca (θηλ.ουσ)
scolaresco (επίθ.)
scolarità (θηλ.ουσ)
scolarizzare (ρ. μτβ.)
scolarizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---