Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scogliòso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skoʎˈʎoso], [skoʎˈʎozo]

1 γεμάτος σκοπέλους
2 γεμάτος ξέρες
3 βραχώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scoglio scoiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scodinzolare (ρ.αμτβ.)
scodinzolio (ουσ αρσ )
scoglia (θηλ.ουσ)
scogliera (θηλ.ουσ)
scoglio (ουσ αρσ )
scoglioso (επίθ.)
scoiamento (ουσ αρσ )
scoiare (ρ. μτβ.)
scoiatore (ουσ αρσ )
scoiattolo (ουσ αρσ )
scolabottiglie (ουσ αρσ και θηλ.)
scolabrodo (ουσ αρσ )
scolafritto (ουσ αρσ )
scolapasta (ουσ αρσ )
scolapiatti (ουσ αρσ )
scolara (θηλ.ουσ)
scolare (επίθ.)
scolare (ρ. μτβ.)
scolaresca (θηλ.ουσ)
scolaresco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---