Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scoccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skokˈkare]

1 αστράφτω
2 λάμπω
3 ελευθερώνομαι (για ελατήριο)

scoccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skokˈkare]

1 πυροβολώ
2 εκτοξεύω
3 τινάζω
4 χτυπώ τις ώρες (για ρολόι)
5 πετώ
6 ρίχνω
7 εκτινάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scocca scocciante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sclerotica (θηλ.ουσ)
sclerotico (αρσ. επίθ και ουσ)
sclerotizzare (ρ. μτβ.)
sclerotomia (θηλ.ουσ)
scocca (θηλ.ουσ)
scoccare (ρ.αμτβ.)
scoccare (ρ. μτβ.)
scocciante (επίθ.)
scocciare (ρ. μτβ.)
scocciatore (ουσ αρσ )
scocciatura (θηλ.ουσ)
scocco (ουσ αρσ )
scodare (ρ. μτβ.)
scodato (επίθ.)
scodella (θηλ.ουσ)
scodellare (ρ. μτβ.)
scodellata (θηλ.ουσ)
scodellato (επίθ.)
scodellino (ουσ αρσ )
scodinzolare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---