Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scleròtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skleˈrɔtiko]

1 σκληρωτικός
2 σκληρυντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sclerotica sclerotizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scleroproteina (θηλ.ουσ)
sclerosare (ρ. μτβ.)
scleroscopio (ουσ αρσ )
sclerosi (θηλ.ουσ)
sclerotica (θηλ.ουσ)
sclerotico (αρσ. επίθ και ουσ)
sclerotizzare (ρ. μτβ.)
sclerotomia (θηλ.ουσ)
scocca (θηλ.ουσ)
scoccare (ρ.αμτβ.)
scoccare (ρ. μτβ.)
scocciante (επίθ.)
scocciare (ρ. μτβ.)
scocciatore (ουσ αρσ )
scocciatura (θηλ.ουσ)
scocco (ουσ αρσ )
scodare (ρ. μτβ.)
scodato (επίθ.)
scodella (θηλ.ουσ)
scodellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---