Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scissionìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃissjoˈnista]

οπαδός χωριστικού κινήματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scissionismo scissionistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scisma (ουσ αρσ )
scismatico (αρσ. επίθ και ουσ)
scissile (επίθ.)
scissione (θηλ.ουσ)
scissionismo (ουσ αρσ )
scissionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scissionistico (επίθ.)
scissiparità (θηλ.ουσ)
scisso (επίθ.)
scissura (θηλ.ουσ)
scisto (ουσ αρσ )
scistosità (θηλ.ουσ)
scistoso (επίθ.)
scitico (αρσ. επίθ και ουσ)
sciupare (ρ. μτβ.)
sciuparsi (ρ.μ. (αντων.))
sciupato (επίθ.)
sciupio (ουσ αρσ )
sciupo (ουσ αρσ )
sciupone (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---