Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃisˈsjone]

1 διαχώριση
2 σκίσιμο
3 σχάση
4 διάσπαση βαρέων πυρήνων
5 διαίρεση
6 τμήση
7 αποχωρισμός
8 σχίσιμο
9 διάσπαση
10 απόσχιση
11 διχοτόμηση
12 διαχωρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scissile scissionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scirro (ουσ αρσ )
scirroso (επίθ.)
scisma (ουσ αρσ )
scismatico (αρσ. επίθ και ουσ)
scissile (επίθ.)
scissione (θηλ.ουσ)
scissionismo (ουσ αρσ )
scissionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scissionistico (επίθ.)
scissiparità (θηλ.ουσ)
scisso (επίθ.)
scissura (θηλ.ουσ)
scisto (ουσ αρσ )
scistosità (θηλ.ουσ)
scistoso (επίθ.)
scitico (αρσ. επίθ και ουσ)
sciupare (ρ. μτβ.)
sciuparsi (ρ.μ. (αντων.))
sciupato (επίθ.)
sciupio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---