Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscìsso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈʃisso] 1 διαχωρισμένος 2 που έχει υποστεί σχάση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |