Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scissiparità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃissipariˈta]

1 αναπαραγωγή με διαχωρισμό (σχάση)
2 σχιζογένεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scissionistico scisso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scissile (επίθ.)
scissione (θηλ.ουσ)
scissionismo (ουσ αρσ )
scissionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scissionistico (επίθ.)
scissiparità (θηλ.ουσ)
scisso (επίθ.)
scissura (θηλ.ουσ)
scisto (ουσ αρσ )
scistosità (θηλ.ουσ)
scistoso (επίθ.)
scitico (αρσ. επίθ και ουσ)
sciupare (ρ. μτβ.)
sciuparsi (ρ.μ. (αντων.))
sciupato (επίθ.)
sciupio (ουσ αρσ )
sciupo (ουσ αρσ )
sciupone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciuscià (ουσ αρσ )
scivolamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---