Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscissùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʃisˈsura] 1 τομή κατά μήκος 2 ρωγμή 3 διαφωνία 4 έριδα 5 σχισμή 6 σχίσιμο 7 σχάση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |