Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scìrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃirro]

σκιρρώδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciropposo scirroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scirocco (ουσ αρσ )
sciroppare (ρ. μτβ.)
sciroppato (επίθ.)
sciroppo (ουσ αρσ )
sciropposo (επίθ.)
scirro (ουσ αρσ )
scirroso (επίθ.)
scisma (ουσ αρσ )
scismatico (αρσ. επίθ και ουσ)
scissile (επίθ.)
scissione (θηλ.ουσ)
scissionismo (ουσ αρσ )
scissionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scissionistico (επίθ.)
scissiparità (θηλ.ουσ)
scisso (επίθ.)
scissura (θηλ.ουσ)
scisto (ουσ αρσ )
scistosità (θηλ.ουσ)
scistoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---