Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciroppóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʃiropˈposo], [ʃiropˈpozo] 1 φτηνά συναισθηματικός 2 σιροπιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |