Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rappattumàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rappattuˈmare]

1 διευθετώ
2 αγαπίζω
3 αδελφώνω
4 ειρηνεύω
5 μονοιάζω
6 φιλιώνω
7 συμφιλιώνω
8 συμβιβάζω

rappattumarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rappattuˈmarsi]

1 συμφιλιώνομαι
2 αγαπίζω
3 φιλιώνω
4 συναδελφώνομαι
5 ξεκακιώνω
6 ειρηνεύω
7 συνδιαλλάσσομαι
8 μονοιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rappacificazione rappezzamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rappa (θηλ.ουσ)
rappacificamento (ουσ αρσ )
rappacificare (ρ. μτβ.)
rappacificarsi (ρ.μ. (αντων.))
rappacificazione (θηλ.ουσ)
rappattumare (ρ. μτβ.)
rappattumarsi (ρ.μ. (αντων.))
rappezzamento (ουσ αρσ )
rappezzare (ρ. μτβ.)
rappezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rappezzatura (θηλ.ουσ)
rappezzo (ουσ αρσ )
rappiccicottare (ρ. μτβ.)
rappigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rappigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportabile (επίθ.)
rapportare (ρ. μτβ.)
rapportarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rapporto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---