Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràppa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrappa]

1 διακοσμητική φούντα σε στρατιωτικό καπέλο
2 φούντα (κουρτίνας ή σημαίας)
3 μπουκέτο
4 ματσάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rapitore rappacificamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rapinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rapinoso (επίθ.)
rapire (ρ. μτβ.)
rapito (αρσ. επίθ και ουσ)
rapitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rappa (θηλ.ουσ)
rappacificamento (ουσ αρσ )
rappacificare (ρ. μτβ.)
rappacificarsi (ρ.μ. (αντων.))
rappacificazione (θηλ.ουσ)
rappattumare (ρ. μτβ.)
rappattumarsi (ρ.μ. (αντων.))
rappezzamento (ουσ αρσ )
rappezzare (ρ. μτβ.)
rappezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rappezzatura (θηλ.ουσ)
rappezzo (ουσ αρσ )
rappiccicottare (ρ. μτβ.)
rappigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rappigliarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---