rappèzzo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rapˈpɛttso]
1 διόρθωση
2 επιδιόρθωση
3 επισκευή
4 καρίκωμα
5 προσπάθεια για πρόχειρη κάλυψη αναγκών ή ατελειών
6 επιδιόρθωμα
7 μπάλωμα προσωρινό
8 τσαπατσουλιά
9 μερεμέτι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rapˈpɛttso]
1 διόρθωση
2 επιδιόρθωση
3 επισκευή
4 καρίκωμα
5 προσπάθεια για πρόχειρη κάλυψη αναγκών ή ατελειών
6 επιδιόρθωμα
7 μπάλωμα προσωρινό
8 τσαπατσουλιά
9 μερεμέτι
permalink
rappezzo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android