Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rapportatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rapportaˈtore]

μοιρογνωμόνιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rapportarsi rapporto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rappigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rappigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportabile (επίθ.)
rapportare (ρ. μτβ.)
rapportarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rapporto (ουσ αρσ )
rapprendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rapprendersi (ρ.μ. (αντων.))
rappresaglia (θηλ.ουσ)
rappresentabile (επίθ.)
rappresentante (ουσ αρσ )
rappresentante (επίθ.)
rappresentanza (θηλ.ουσ)
rappresentare (ρ. μτβ.)
rappresentativa (θηλ.ουσ)
rappresentatività (θηλ.ουσ)
rappresentativo (επίθ.)
rappresentazione (θηλ.ουσ)
rappreso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---