Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrappòrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rapˈpɔrto] 1 (legame) η σχέση 2 (resoconto) η αναφορά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαrapporti [αρσ. πλυθ.] = οι παρτίδες [f.] || rapporti [αρσ. πλυθ.] amichevoli = οι φιλικές σχέσεις [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |