Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rapportàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rapporˈtare]

1 αναπαράγω
2 μεταφέρω
3 μνημονεύω αυτολεξεί
4 αραδιάζω
5 συγκρίνω
6 μνημονεύω
7 διαλαμβάνω
8 λέω
9 αναφέρω
10 σχετίζω
11 κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι
12 παραθέτω

rapportarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rapporˈtarsi]

αναφέρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rapportabile rapportatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rappezzo (ουσ αρσ )
rappiccicottare (ρ. μτβ.)
rappigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rappigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportabile (επίθ.)
rapportare (ρ. μτβ.)
rapportarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rapporto (ουσ αρσ )
rapprendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rapprendersi (ρ.μ. (αντων.))
rappresaglia (θηλ.ουσ)
rappresentabile (επίθ.)
rappresentante (ουσ αρσ )
rappresentante (επίθ.)
rappresentanza (θηλ.ουσ)
rappresentare (ρ. μτβ.)
rappresentativa (θηλ.ουσ)
rappresentatività (θηλ.ουσ)
rappresentativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---