Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rappresentatìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rapprezentaˈtiva]

1 αντιπροσωπευτική ομάδα
2 αποστολή
3 αντιπροσωπεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rappresentare rappresentatività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rappresentabile (επίθ.)
rappresentante (ουσ αρσ )
rappresentante (επίθ.)
rappresentanza (θηλ.ουσ)
rappresentare (ρ. μτβ.)
rappresentativa (θηλ.ουσ)
rappresentatività (θηλ.ουσ)
rappresentativo (επίθ.)
rappresentazione (θηλ.ουσ)
rappreso (επίθ.)
rapsodia (θηλ.ουσ)
rapsodico (επίθ.)
rapsodista (ουσ αρσ και θηλ.)
rapsodo (ουσ αρσ )
raramente (επίρ.)
rarefare (ρ. μτβ.)
rarefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rarefattibile (επίθ.)
rarefattivo (επίθ.)
rarefatto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---