Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rarefattìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rarefatˈtivo]

1 διαλυτικός
2 αραιωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rarefattibile rarefatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rapsodo (ουσ αρσ )
raramente (επίρ.)
rarefare (ρ. μτβ.)
rarefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rarefattibile (επίθ.)
rarefattivo (επίθ.)
rarefatto (επίθ.)
rarefazione (θηλ.ουσ)
rarità (θηλ.ουσ)
raro (αρσ. επίθ και ουσ)
ras (ουσ αρσ )
rasare (ρ. μτβ.)
rasarsi (ρ.μ. (αντων.))
rasatello (ουσ αρσ )
rasato (ουσ αρσ )
rasato (επίθ.)
rasatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rasatrice (θηλ.ουσ)
rasatura (θηλ.ουσ)
raschiabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---