rasàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [raˈsato], [raˈzato]
σατέν
rasàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [raˈsato], [raˈzato]
1 ξακρισμένος
2 κουρεμένος (για γρασίδι)
3 λείος
4 κλαδεμένος
5 σατινέ
6 ξυρισμένος
7 σατινένιος
8 κομμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [raˈsato], [raˈzato]
σατέν
rasàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [raˈsato], [raˈzato]
1 ξακρισμένος
2 κουρεμένος (για γρασίδι)
3 λείος
4 κλαδεμένος
5 σατινέ
6 ξυρισμένος
7 σατινένιος
8 κομμένος
permalink
rasato (ουσ αρσ )
rasato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android