ItalianoGreco


raschiatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raskjaˈtojo]

1 ξέστρα
2 ξύστρα
3 ξυστήρι
4 ξεστήρ
5 ξύστρον
6 ξέστρο
7 ξύστης
8 στλεγγίς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---