Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raschiétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rasˈkjetta]

1 ξυστήρι
2 ξύστρον
3 ξέστρα
4 στλεγγίς
5 ξύστρα
6 ξύστης
7 ξέστρο
8 ξεστήρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raschiatura raschiettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raschiaolio (ουσ αρσ )
raschiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raschiata (θηλ.ουσ)
raschiatoio (ουσ αρσ )
raschiatura (θηλ.ουσ)
raschietta (θηλ.ουσ)
raschiettare (ρ. μτβ.)
raschiettatura (θηλ.ουσ)
raschietto (ουσ αρσ )
raschino (ουσ αρσ )
raschio (ουσ αρσ )
rascia (θηλ.ουσ)
rasciugamento (ουσ αρσ )
rasciugare (ρ. μτβ.)
rasciugatura (θηλ.ουσ)
rasciutto (επίθ.)
rasentare (ρ. μτβ.)
rasiera (θηλ.ουσ)
rasierare (ρ. μτβ.)
raso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---