Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόràso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈraso], [ˈrazo] (stoffa) το σατέν ràso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈraso], [ˈrazo] 1 (recipiente) γεμάτος (-η, -ο) 2 (cucciaio) κοφτός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |