Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raspìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rasˈpino]

1 ξεστήρ
2 ξύστρα
3 ξέστρο
4 ξυστήρι
5 ξύστης
6 ξέστρα
7 ξύστρον
8 λίμα
9 στλεγγίς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rasperella raspio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raspare (ρ.αμτβ.)
raspare (ρ. μτβ.)
raspatoio (ουσ αρσ )
raspatura (θηλ.ουσ)
rasperella (θηλ.ουσ)
raspino (ουσ αρσ )
raspio (ουσ αρσ )
raspo (ουσ αρσ )
raspollare (ρ. μτβ.)
raspollatura (θηλ.ουσ)
raspollo (ουσ αρσ )
rassegna (θηλ.ουσ)
rassegnare (ρ. μτβ.)
rassegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassegnatamente (επίρ.)
rassegnato (επίθ.)
rassegnazione (θηλ.ουσ)
rasserenamento (ουσ αρσ )
rasserenante (επίθ.)
rasserenare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---