Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraspollàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [raspolˈlare] 1 ραγολογώ 2 μαζεύω πεσμένες ρώγες (σε τρύγο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |