Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rassegnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rasseɲˈɲare]

1 εκθέτω
2 στέλνω
3 παρουσιάζω
4 δείχνω
5 παραδίδω
6 δίνω
7 εμφανίζω
8 παραδίνω

rassegnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rasseɲˈɲarsi]

συμμορφώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rassegna rassegnatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raspo (ουσ αρσ )
raspollare (ρ. μτβ.)
raspollatura (θηλ.ουσ)
raspollo (ουσ αρσ )
rassegna (θηλ.ουσ)
rassegnare (ρ. μτβ.)
rassegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassegnatamente (επίρ.)
rassegnato (επίθ.)
rassegnazione (θηλ.ουσ)
rasserenamento (ουσ αρσ )
rasserenante (επίθ.)
rasserenare (ρ.αμτβ.)
rasserenare (ρ. μτβ.)
rasserenarsi (ρ.μ. (αντων.))
rasserenato (επίθ.)
rassettamento (ουσ αρσ )
rassettare (ρ. μτβ.)
rassettarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassettatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---