ItalianoGreco


ràschio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈraskjo]

1 βήξιμο για καθάρισμα του λαιμού
2 ξύσιμο
3 καθαρισμός με ξύσιμο
4 απόξεση
5 αποτριβή
6 ερεθισμός στο λαιμό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---