Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraschiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [raskjaˈmento] 1 έκτρωση 2 αποτριβή 3 λείανση με ράσπα 4 απόξεση 5 καθαρισμός με ξύσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |