Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rasatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rasaˈtriʧe], [razaˈtriʧe]

μηχανή κατασκευής σατέν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rasatore rasatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rasarsi (ρ.μ. (αντων.))
rasatello (ουσ αρσ )
rasato (ουσ αρσ )
rasato (επίθ.)
rasatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rasatrice (θηλ.ουσ)
rasatura (θηλ.ουσ)
raschiabile (επίθ.)
raschiamento (ουσ αρσ )
raschiaolio (ουσ αρσ )
raschiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raschiata (θηλ.ουσ)
raschiatoio (ουσ αρσ )
raschiatura (θηλ.ουσ)
raschietta (θηλ.ουσ)
raschiettare (ρ. μτβ.)
raschiettatura (θηλ.ουσ)
raschietto (ουσ αρσ )
raschino (ουσ αρσ )
raschio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---