Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ras  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈras]

1 φύλαρχος
2 ασήμαντος άρχοντας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raro rasare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rarefattivo (επίθ.)
rarefatto (επίθ.)
rarefazione (θηλ.ουσ)
rarità (θηλ.ουσ)
raro (αρσ. επίθ και ουσ)
ras (ουσ αρσ )
rasare (ρ. μτβ.)
rasarsi (ρ.μ. (αντων.))
rasatello (ουσ αρσ )
rasato (ουσ αρσ )
rasato (επίθ.)
rasatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rasatrice (θηλ.ουσ)
rasatura (θηλ.ουσ)
raschiabile (επίθ.)
raschiamento (ουσ αρσ )
raschiaolio (ουσ αρσ )
raschiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raschiata (θηλ.ουσ)
raschiatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---