Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rarefazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rarefatˈtsjone]

1 αποσυμφόρηση
2 ελάττωση πυκνότητας
3 αραίωμα
4 αραίωση
5 ελάττωση συχνότητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rarefatto rarità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rarefare (ρ. μτβ.)
rarefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rarefattibile (επίθ.)
rarefattivo (επίθ.)
rarefatto (επίθ.)
rarefazione (θηλ.ουσ)
rarità (θηλ.ουσ)
raro (αρσ. επίθ και ουσ)
ras (ουσ αρσ )
rasare (ρ. μτβ.)
rasarsi (ρ.μ. (αντων.))
rasatello (ουσ αρσ )
rasato (ουσ αρσ )
rasato (επίθ.)
rasatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rasatrice (θηλ.ουσ)
rasatura (θηλ.ουσ)
raschiabile (επίθ.)
raschiamento (ουσ αρσ )
raschiaolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---