ItalianoGreco


rarefazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rarefatˈtsjone]

1 αποσυμφόρηση
2 ελάττωση πυκνότητας
3 αραίωμα
4 αραίωση
5 ελάττωση συχνότητας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---