Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rarefàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rareˈfare]

1 διαλύω σε διάλυμα
2 αραιώνω

rarefàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rareˈfarsi]

1 αραιώνομαι
2 αναριεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raramente rarefattibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rapsodia (θηλ.ουσ)
rapsodico (επίθ.)
rapsodista (ουσ αρσ και θηλ.)
rapsodo (ουσ αρσ )
raramente (επίρ.)
rarefare (ρ. μτβ.)
rarefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rarefattibile (επίθ.)
rarefattivo (επίθ.)
rarefatto (επίθ.)
rarefazione (θηλ.ουσ)
rarità (θηλ.ουσ)
raro (αρσ. επίθ και ουσ)
ras (ουσ αρσ )
rasare (ρ. μτβ.)
rasarsi (ρ.μ. (αντων.))
rasatello (ουσ αρσ )
rasato (ουσ αρσ )
rasato (επίθ.)
rasatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---