Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rapsòdo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rapˈsɔdo]

1 εκφραζόμενος διθυραμβικά
2 ραψωδός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rapsodista raramente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rappresentazione (θηλ.ουσ)
rappreso (επίθ.)
rapsodia (θηλ.ουσ)
rapsodico (επίθ.)
rapsodista (ουσ αρσ και θηλ.)
rapsodo (ουσ αρσ )
raramente (επίρ.)
rarefare (ρ. μτβ.)
rarefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rarefattibile (επίθ.)
rarefattivo (επίθ.)
rarefatto (επίθ.)
rarefazione (θηλ.ουσ)
rarità (θηλ.ουσ)
raro (αρσ. επίθ και ουσ)
ras (ουσ αρσ )
rasare (ρ. μτβ.)
rasarsi (ρ.μ. (αντων.))
rasatello (ουσ αρσ )
rasato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---