Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rapsodìa
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rapsoˈdia]

1 ραψωδία
2 μορφή μουσικής σύνθεσης
3 επικό αυτοτελές ποίημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rappreso rapsodico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rappresentativa (θηλ.ουσ)
rappresentatività (θηλ.ουσ)
rappresentativo (επίθ.)
rappresentazione (θηλ.ουσ)
rappreso (επίθ.)
rapsodia (θηλ.ουσ)
rapsodico (επίθ.)
rapsodista (ουσ αρσ και θηλ.)
rapsodo (ουσ αρσ )
raramente (επίρ.)
rarefare (ρ. μτβ.)
rarefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rarefattibile (επίθ.)
rarefattivo (επίθ.)
rarefatto (επίθ.)
rarefazione (θηλ.ουσ)
rarità (θηλ.ουσ)
raro (αρσ. επίθ και ουσ)
ras (ουσ αρσ )
rasare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---