ItalianoGreco


rarità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rariˈta]

1 αντικείμενο αξιοπερίεργο
2 σπανιότητα
3 σποραδικότητα
4 αραιότητα
5 κομψοτέχνημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---