Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rappigliàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rappiʎˈʎare]

1 σβολιάζω
2 πήζω
3 θρομβώνω

rappigliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rappiʎˈʎarsi]

1 θρομβώνω
2 πήζω
3 σβολιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rappiccicottare rapportabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rappezzare (ρ. μτβ.)
rappezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rappezzatura (θηλ.ουσ)
rappezzo (ουσ αρσ )
rappiccicottare (ρ. μτβ.)
rappigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rappigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportabile (επίθ.)
rapportare (ρ. μτβ.)
rapportarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rapporto (ουσ αρσ )
rapprendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rapprendersi (ρ.μ. (αντων.))
rappresaglia (θηλ.ουσ)
rappresentabile (επίθ.)
rappresentante (ουσ αρσ )
rappresentante (επίθ.)
rappresentanza (θηλ.ουσ)
rappresentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---