Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rappezzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rappettsaˈtore]

1 σκιτζής
2 επιδιορθωτής
3 μπαλωματής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rappezzare rappezzatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rappacificazione (θηλ.ουσ)
rappattumare (ρ. μτβ.)
rappattumarsi (ρ.μ. (αντων.))
rappezzamento (ουσ αρσ )
rappezzare (ρ. μτβ.)
rappezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rappezzatura (θηλ.ουσ)
rappezzo (ουσ αρσ )
rappiccicottare (ρ. μτβ.)
rappigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rappigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportabile (επίθ.)
rapportare (ρ. μτβ.)
rapportarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rapporto (ουσ αρσ )
rapprendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rapprendersi (ρ.μ. (αντων.))
rappresaglia (θηλ.ουσ)
rappresentabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---