Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rapinatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rapinaˈtore]

ο/η ληστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rapinare rapinoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rapido (ουσ αρσ )
rapido (επίθ.)
rapimento (ουσ αρσ )
rapina (θηλ.ουσ)
rapinare (ρ. μτβ.)
rapinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rapinoso (επίθ.)
rapire (ρ. μτβ.)
rapito (αρσ. επίθ και ουσ)
rapitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rappa (θηλ.ουσ)
rappacificamento (ουσ αρσ )
rappacificare (ρ. μτβ.)
rappacificarsi (ρ.μ. (αντων.))
rappacificazione (θηλ.ουσ)
rappattumare (ρ. μτβ.)
rappattumarsi (ρ.μ. (αντων.))
rappezzamento (ουσ αρσ )
rappezzare (ρ. μτβ.)
rappezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---