Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrapìto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [raˈpito] 1 συνεπαρμένος 2 γοητευμένος 3 καταγοητευμένος 4 προσηλωμένος 5 απαχθείς 6 εκστατικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |