Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rappacificaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rappaʧifikaˈmento]

1 μόνοιασμα
2 γεφύρωση
3 συμφιλίωση
4 διαλλαγή
5 ειρήνη
6 μόνιασμα
7 φίλιωμα
8 αποκατάσταση φιλίας
9 γεφύρωμα
10 συνδιαλλαγή
11 ξεκάκιωμα
12 αγαπημός
13 αδέλφωμα
14 συμβιβασμός
15 ειρήνευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rappa rappacificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rapinoso (επίθ.)
rapire (ρ. μτβ.)
rapito (αρσ. επίθ και ουσ)
rapitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rappa (θηλ.ουσ)
rappacificamento (ουσ αρσ )
rappacificare (ρ. μτβ.)
rappacificarsi (ρ.μ. (αντων.))
rappacificazione (θηλ.ουσ)
rappattumare (ρ. μτβ.)
rappattumarsi (ρ.μ. (αντων.))
rappezzamento (ουσ αρσ )
rappezzare (ρ. μτβ.)
rappezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rappezzatura (θηλ.ουσ)
rappezzo (ουσ αρσ )
rappiccicottare (ρ. μτβ.)
rappigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rappigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rapportabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---