Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpisolìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pizoˈlino] ο υπνάκος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαschiacciare un pisolino = παίρνω έναν υπνάκο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |