Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pìsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpista]

η πίστα, ο στίβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pisside pistacchiata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pista [θηλ.] ciclabile = ο ποδηλατόδρομος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pisolino (ουσ αρσ )
pisolo (ουσ αρσ )
pispola (θηλ.ουσ)
pispolare (ρ.αμτβ.)
pisside (θηλ.ουσ)
pista (θηλ.ουσ)
pistacchiata (θηλ.ουσ)
pistacchio (αρσ. επίθ και ουσ)
pistagna (θηλ.ουσ)
pistillifero (επίθ.)
pistillo (ουσ αρσ )
pistola (θηλ.ουσ)
pistolero (ουσ αρσ )
pistolettata (θηλ.ουσ)
pistolotto (ουσ αρσ )
pistone (ουσ αρσ )
pitagora (ουσ αρσ )
pitagoricismo (ουσ αρσ )
pitagorico (αρσ. επίθ και ουσ)
pitagorista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---