Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pistolettàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pistoletˈtata]

πιστολιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pistolero pistolotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pistagna (θηλ.ουσ)
pistillifero (επίθ.)
pistillo (ουσ αρσ )
pistola (θηλ.ουσ)
pistolero (ουσ αρσ )
pistolettata (θηλ.ουσ)
pistolotto (ουσ αρσ )
pistone (ουσ αρσ )
pitagora (ουσ αρσ )
pitagoricismo (ουσ αρσ )
pitagorico (αρσ. επίθ και ουσ)
pitagorista (ουσ αρσ και θηλ.)
pitale (ουσ αρσ )
pitecantropo (ουσ αρσ )
pitecoide (επίθ.)
pitico (επίθ.)
pitiriasi (θηλ.ουσ)
pitoccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pitoccheria (θηλ.ουσ)
pitocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---